συνάχωμα

συνάχωμα
το, Ν [συναχώνομαι]
το αποτέλεσμα τού συναχώνομαι, προσβολή από συνάχι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνάχωμα — το το να προσβληθεί κάποιος από συνάχι: Δε θ αποφύγει πάλι το συνάχωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”